τελοποιός

τελοποιός
-όν, Α
βλ. τελειοποιός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τελειοποιός — όν, ΜΑ, και τελοποιός, όν, Α αυτός που κάνει τέλειο κάτι, που τελειοποιεί κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος + ποιός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”